καρδιοχειρουργική

καρδιοχειρουργική
Βλ. λ. καρδιά (Χειρουργική).
* * *
η
ιατρ. κλάδος τής χειρουργικής εξειδικευμένος στη διόρθωση συγγενών και επίκτητων ανωμαλιών τής καρδιάς και τών μεγάλων αγγείων που βρίσκονται κοντά της, στην αντιμετώπιση τών κακώσεων τής καρδιάς, τού κολποκοιλιακού αποκλεισμού, τών αποφράξεων τών στεφανιαίων αρτηριών και, τελευταία, στη μερική ή ολική αντικατάσταση τού οργάνου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

  • καρδι(ο)- — (AM καρδι[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται ή ανήκει ή έχει σχέση με την καρδιά. Σπανιότατα μπορεί να εκληφθεί και ως επιτατικό (πρβλ. καρδιοδα[γ]κάνω «δαγκώνω δυνατά»).Σύνθετα με α συνθετικό καρδι(ο) : καρδιαλγής …   Dictionary of Greek

  • καρδιοχειρουργικός — ή, ό ιατρ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χειρουργική τής καρδιάς ή στον καρδιοχειρουργό («καρδιοχειρουργικό τμήμα») 2. το θηλ. ως ουσ. η καρδιοχειρουργική βλ. λ …   Dictionary of Greek

  • καρδιοχειρουργός — ο, η ιατρ. γιατρός ειδικός στην καρδιοχειρουργική …   Dictionary of Greek

  • νάρκη — I (Βιολ.). Περιορισμός περισσότερο ή λιγότερο παρατεταμένος και βαθύς της ζωικής δραστηριότητας, που παρατηρείται σε διάφορα ασπόνδυλα και σπονδυλωτά ζώα (αλλά και σε φυτά, που το χειμώνα χάνουν τα φύλλα τους), όταν οι συνθήκες του περιβάλλοντος… …   Dictionary of Greek

  • Γιακούμπ, Μαγκντί Χαμπίμπ, σερ — (Κάιρο 1935 –). Αιγύπτιος καρδιοχειρουργός. Σπούδασε στην ιατρική σχολή του πανεπιστημίου του Καΐρου και συμπλήρωσε τις σπουδές του στο British Heart Foundation. Ειδικεύτηκε στην καρδιοχειρουργική και ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη μεταμόσχευση… …   Dictionary of Greek

  • ειδικεύω — ειδίκευσα, ειδικεύτηκα, ειδικευμένος, μτβ. 1. περιορίζω κάτι σε μία μόνο περίπτωση, το μερικεύω: Ειδικεύω την ερώτησή μου. 2. κάνω κάτι ή κάποιον ειδικό σε ορισμένο κλάδο, κατάλληλο για ορισμένη χρήση ή σκοπό: Ειδικεύει τους φοιτητές στην… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”